x

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Κάτι με αρρωσταίνει σε αυτή την ιστορία.

Για όσους διαβάσουν αυτό το κείμενο, θέλω να γνωρίζουν πως δεν είμαι αντίθετος με το κίνημα των αγανακτισμένων ή με οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να βγάλει τους λαούς της ανθρωπότητας από το τέλμα που βρίσκονται.
Με τίποτα δεν θα ήθελα να μετριάσω τον παλμό που νοιώθουν σήμερα οι νέοι.
Αντίθετα, θέλω να επισημάνουν τις εμπειρίες που έζησαν οι γονείς τους και να βρουν τρόπο να μη πέσουν στην ίδια παγίδα που έπεσαν εκείνοι.

Κάτι με αρρωσταίνει σε αυτή την ιστορία.

Τις πρώτες ενδείξεις εγώ τις βίωσα το Δεκέμβρη του 1966.

Ήταν η εποχή των μεγάλων διαδηλώσεων, των ατέλειωτων απεργιών, των κυβερνήσεων εξάμηνης διάρκειας και του ανελέητου κυνηγητού αστυνομίας-διαδηλωτών.
Δεκαεπτάχρονος σπουδαστής στη Σιβιτανίδειο, ένα βράδυ κατέβαινα την Αγ. Κωνσταντίνου κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο με κόλλες και όργανα σχεδίου στα χέρια μου και την επιθυμία να φτάσω το γρηγορότερο σπίτι μου, μετά από 15 ώρες στη δουλειά και τη σχολή.
Όταν μια ομάδα από νεαρούς, λαχανιασμένους οικοδόμους και φοιτητές με προσπέρασε τρέχοντας προς τη πλατεία Μεταξουργείου, δεν έδωσα σημασία, καθημερινό φαινόμενο ήταν, όπως δεν έδωσα σημασία και στην ομάδα των αστυνομικών που άκουσα να με πλησιάζει από πίσω μου, τρέχοντας κι αυτοί, ενώ από κάποιο ανοιχτό γουόκι-τόκι ακούγονταν κάποιες βραχνές φωνές και κάποιες ακαταλαβίστικες για μένα οδηγίες.
Εκείνο όμως που κατάλαβα πολύ καλά, ήταν η δυνατή σφαλιάρα που μου ήρθε από πίσω, ένα χτύπημα που με έριξε στο γεμάτο λασπόνερα πεζοδρόμιο ακριβώς απέναντι από την εκκλησία κι εγώ δεν ήξερα αν τα δάκρυα στα μάτια μου ήταν δάκρυα οργής, αν ήταν δάκρυα από τους αφόρητους πόνους που ένοιωθα στο γόνατο μου, αν έκλαιγα βλέποντας τα μηχανολογικά σχέδια που με τόσο κόπο είχα φτιάξει να λεκιάζονται αρχικά από τα βρομόνερα και να ποδοπατιόνται στη συνέχεια από τα άρβυλα των οργάνων της τάξης που έφευγαν τρέχοντας, ή ήταν δάκρυα ντροπής που δεν συμμετείχα κι εγώ σε εκείνο τον αγώνα.

Ένα ασήμαντο γεγονός, ανάμεσα στα εκατοντάδες παρόμοια που γίνονταν εκείνες τις ημέρες.

Όταν όμως μια κοινωνία αθροίσει αυτά τα ασήμαντα γεγονότα, βλέπει πως γίνονται βουνό κι αρχίζει να δυσανασχετεί, μια με τους διαδηλωτές, μια με τα όργανα, μια με τις αναξιόπιστες κυβερνήσεις κι όταν επί πλέον έχουν έντεχνα «διαρρεύσει» κάποιες πληροφορίες, αυτή η κοινωνία αρχίζει να κάνει συζητήσεις και ευχολόγια.
«Εδώ που φτάσαμε, μια δικτατορία μόνο μπορεί να βάλει τάξη»

Οι Αμερικάνοι λένε πρόσεχε τι εύχεσαι.
Εμείς θα έπρεπε να λέμε πρόσεχε τι σε αναγκάζουν να εύχεσαι.

Έτσι λοιπόν, όταν το πρωινό εκείνο της 21ης Απριλίου 1967 έβλεπα τα τεράστια τανκς να φαντάζουν ακόμα πιο επιβλητικά έχοντας τον ανατέλλοντα ήλιο πίσω τους, πάλι εκεί στην είσοδο της πλατείας Ομονοίας από την Αγ. Κωνσταντίνου, ένοιωσα μια ανακούφιση και μια υπερηφάνεια σαν έλληνας αφού κάποιοι πατριώτες βρέθηκαν να σώσουν αυτή τη χώρα.

Τα χρόνια περνούσαν, εγώ είχα απολυθεί από το στρατό, είχα αρραβωνιαστεί και δόξαζα το Θεό που είχα πιάσει ένα σπίτι στο Βοτανικό, πολύ κοντά στο Αστυνομικό τμήμα, γιατί μια φορά την εβδομάδα έπρεπε να πηγαίνω εκεί και να υπογράφω πως αποκηρύσσω τον Κομουνισμό, επικροτώ την Επανάσταση της 21ης Απριλίου και αναφωνώ ζήτω ο Βασιλεύς.
Δεν ήμουν δα και κανένας αναρχοκομουνιστής, δεκαεξάχρονο παιδί χωρίς πολιτικά πιστεύω ήμουν (πριν φυσικά έλθει η χούντα) όταν είχα σχέση με μια επίσης δεκαεξάχρονη συμμαθήτρια μου που ήταν ενεργό μέλος της νεολαίας Λαμπράκη.

Ακόμα ένα ασήμαντο γεγονός, που προστιθέμενο στα χιλιάδες άλλα σημαντικά και ασήμαντα, έκανε μια κοινωνία να σιγοτραγουδά το πότε θα κάνει ξαστεριά.

Και όταν ακούστηκε το «εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο » από το ραδιόφωνο, η κοινωνία αυτή έτρεξε να βοηθήσει τα παιδιά που πήραν στους ώμους τους το βάρος της λευτεριάς μας.

Δυστυχώς, εκείνο το κίνημα δεν είχε άμεσα αποτελέσματα κι αρχίσαμε πάλι να ευχόμαστε να βρεθεί κάποιος τρόπος να απαλλαγούμε από τους δικτάτορες και να επανέλθουμε στη πολυπόθητη Δημοκρατία.

Ένα πρωινό του Ιουλίου, λίγους μήνες αργότερα, άφηνα την έξη μηνών έγκυο γυναίκα μου και ταξίδευα για το στρατόπεδο επιστράτευσης σε ένα βουνό της Αρκαδίας.
Το επόμενο πρωινό, περπατώντας με τα ξυπόλυτα πόδια μου, ζωσμένος με ένα μικροσκοπικό εγγλέζικο αυτόματο και μια δεσμίδα από αταίριαστες τεράστιες σφαίρες Μ1, ένοιωσα σαν ηλίθιος, σαν κάποιος να με παγίδεψε εκεί, στην άκρη του κόσμου ώστε να μη μπορώ να αντιδράσω.

Κι εγώ βέβαια ευχόμουν να γίνει κάτι, οτιδήποτε που να μπορεί να με πάρει από εκείνα τα χορταριασμένα, γεμάτα φίδια χωράφια και να με γυρίσει κοντά στη γυναίκα μου και το αγέννητο παιδί μου.
Κι όταν λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, είδα στη τηλεόραση ενός τοπικού καφενείου τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να κατεβαίνει από το προσωπικό αεροπλάνο του Μιτεράν, σκέφθηκα, «επί τέλους είμαστε ελεύθεροι»

Οι ευχές μας για ελευθερία, είχαν διάφορες έννοιες για τον καθένα ξεχωριστά. Άλλος ήθελε να γυρίσει από κάποια εξορία ή φυλακή, άλλος ήθελε να έχει το δικαίωμα να γράφει ή να βγει στο δρόμο και να φωνάζει τη γνώμη του, άλλος ήθελε να μπορεί να πολιτευτεί, άλλος είχε αγανακτήσει μετά από επτά χρόνια μέσα στο γύψο, αλλά η μεγαλύτερη προσδοκία της συντριπτικής πλειοψηφίας, ευχόταν μια λευτεριά που θα μας έφερνε στους κόλπους της ΕΟΚ. Θα μας έκανε να ζούμε χωρίς σύνορα, όπως στο Παρίσι ή το Λονδίνο με φθηνά αυτοκίνητα με φθηνές κάμερες και φθηνές τηλεοράσεις.

Όταν λοιπόν είδαμε πως όλα αυτά υλοποιούνται, χάσαμε κάθε εθνική ντροπή που θα έπρεπε να έχουμε χάνοντας τη μισή Κύπρο και πέσαμε όλοι με τα μούτρα να απολαύουμε το «Ευρωπαϊκό όνειρο» που πλέον είχε πάρει σάρκα και οστά.

Κι έτσι ζήσαμε σχεδόν σαράντα χρόνια, ελεύθεροι, κάτω από το λάβαρο της Δημοκρατίας, που το βλέπαμε με υπερηφάνεια να κυματίζει δίπλα στην ελληνική και την ευρωπαϊκή σημαία.

Ο θεός φαίνεται πως αγαπάει τους έλληνες και πραγματοποιεί τις ευχές τους.
Ακόμα και την άγνωστη στο κόσμο δραχμή, με τις ευχές μας την εξαφάνισε και μας έκανε να αισθανόμαστε πως είμαστε κάτι σαν Αμερικάνοι, κάτι πάνω κι απ αυτούς αφού το Ευρώ, το νόμισμα με το ελληνικό όνομα άξιζε περισσότερο κι από το Δολάριο.

Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια άλλοι βλέπαμε το τυρί που μας πρόσφεραν οι τράπεζες και δεν βλέπαμε τη φάκα, άλλοι δεν βλέπαμε ή δεν θέλαμε να βλέπουμε τα δισεκατομμύρια που άλλαζαν χέρια και φεύγανε μακριά, άλλοι βοηθούσαν στη μεταφορά κι άλλοι, οι περισσότεροι καθόμασταν αναπαυτικά στον Κινέζικο καναπέ μας, βλέποντας τηλεόραση από μια συσκευή made in Thailand.

Και ήλθε η κατρακύλα!

Άρχισε δειλά δειλά, τη μια χρονιά με το κραχ του χρηματιστηρίου, μετά με την ανεξέλεγκτη άνοδο του πετρελαίου, για άλλα δυο χρόνια μας βομβάρδιζαν με τη γρίπη των πουλερικών στη συνέχεια μας έλαχε η γρίπη των χοίρων και σα λαός τρέμαμε την αρρώστια ευχόμενοι να έχουμε την υγειά μας κι ας είμαστε φτωχοί.

Για μια φορά ακόμα η ευχή μας πραγματοποιήθηκε.

Και ήλθε η κρίσις!

Μπορεί βέβαια να μην έχουμε απόλυτα την υγειά μας, αλλά δόξα Τω Θεώ δεν πεθάναμε κι ας γίναμε φτωχοί.

Αρχίσαμε και πάλι τα ευχολόγια, να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι να μας βγάλουν από αυτό το αδιέξοδο.
Δοκιμάσαμε με τη ψήφο μας να βρούμε το Σωτήρα, αλλά όταν μας απογοήτευσε, αγανακτήσαμε, κάναμε καινούργιες ευχές και οι ελπίδες μας αναπτερώθηκαν όταν βρήκαμε κι άλλους αγανακτισμένους έξω από τα σύνορα αυτή τη φορά, να ενώσουμε τις προσευχές μας, τις προσδοκίες και τους αγώνες μας.
Πήγα κι εγώ στις συγκεντρώσεις στη πλατεία της πόλης μου και ομολογώ πως τη πρώτη Κυριακή ένοιωσα την ίδια εκείνη ανατριχίλα που είχα νοιώσει με το Πολυτεχνείο ή όταν είδα τον Καραμανλή να κατεβαίνει από το Γαλλικό αεροπλάνο.

Αλλά…

Τη δεύτερη Κυριακή όταν ανέβηκαν στο πρόχειρο βήμα κι άρχισαν να μιλάνε πρόσωπα γνωστά, άλλα για τις ιδεολογίες τους, άλλα για κάποιες αιωρούμενες κατηγορίες, άλλα αγνά, ηθικά αλλά χωρίς να έχουν το χάρισμα να τραβήξουν τη προσοχή του πλήθους πάνω από 10 δευτερόλεπτα, άρχισα να νοιώθω όπως στο βουνό της Αρκαδίας, στην επιστράτευση.

Παγιδευμένος!

Ένοιωσα πως τόσα χρόνια κάποιοι, δεν χρειαζόταν να διαβάζουν το μυαλό μου σαν ανοιχτό βιβλίο, αφού είναι αυτοί οι ίδιοι που το έγραψαν.
Ένοιωσα πως υπάρχουν άνθρωποι που γνώριζαν με ακρίβεια τι θα συνέβαινε μέχρι τώρα, γνωρίζουν με λεπτομέρειες τι θα γίνει μέχρι το τέλος αυτής της ιστορίας και πως έχουν ήδη έτοιμο το σενάριο της επόμενης.

Κι αυτό είναι κάτι που με αρρωσταίνει.

Με τη καρδιά μου και με όσο μυαλό ελεύθερο μου έχει μείνει, εύχομαι αυτή η αρρώστια να έχει πλήξει μόνο εμένα και να κάνω λάθος.

Εύχομαι να υπάρξουν άνθρωποι με πραγματικά ελεύθερη σκέψη και να κατορθώσουν να οδηγήσουν αυτό το κίνημα να πετύχει τους στόχους του.

Αλλά σκέφτομαι πως όταν οι εργάτες ξεσηκώθηκαν τον Κόκκινο Μάη, η επιστήμη του αποπροσανατολισμού, της παραπληροφόρησης και της πλύσης εγκεφάλου ήταν στα σπάργανα.
Γι αυτό κι εκείνο το κίνημα πέτυχε.

Μάριος.