Με αφορμή την κατάσταση στην πλατεία Συντάγματος να διατυπώσω μερικές παρατηρήσεις γενικότερης σημασίας. Υπάρχει η «πάνω πλατεία», δηλαδή ο χώρος απέναντι από το κτίριο του Κοινοβουλίου και η «κάτω πλατεία», δηλαδή η κατ’ εξοχήν πλατεία, η οποία από τρεις πλευρές είναι χαμηλότερη απ’ το επίπεδο του δρόμου.
Η πάνω πλατεία είναι γεμάτη κόσμο που καθυβρίζει κυβέρνηση και βουλευτές με μικρές ομοβροντίες ομαδικών κραυγών. Ακούγονται επίσης τουμπελέκια και ανεμίζουν αρκετές ελληνικές σημαίες. Ο κόσμος περνάει, κοντοστέκεται, κάνει πηγαδάκια, συνομιλεί, δεν υπάρχει κεντρική φωνή πουθενά ούτε οργάνωση, μόνο μια διάχυτη ελληνικότητα, ένας πατριωτισμός των απλών ανθρώπων.
Η κάτω πλατεία πάλι...
δίνει μια εντύπωση τελείως διαφορετική. Το κέντρο της τελεί τεχνικώς «υπό κατάληψιν» από έναν αριθμό ατόμων νέας ηλικίας καθισμένων κάτω ώστε να μην μπορούν άλλοι να διεισδύσουν. Υπάρχει λίστα ομιλητών και συνεχείς ομιλίες από εξέδρας. Υπάρχει οργανωτική επιτροπή η οποία αποφασίζει για όλα, αποκλείοντας «αλλότριες» παρεμβάσεις ομιλητών ή ακόμα και καλλιτεχνών (π.χ. «έκοψαν» τον μουσικό Παπακωνσταντίνου και την συναυλία του από την κάτω πλατεία). Υπάρχουν μεγάλα αντίσκηνα για να ξενυχτάει μεγάλος αριθμός ατόμων στην πλατεία και κέτερινγκ που μοιράζει πίτσες. Υπάρχει μουσική και όμορφες, πολλά υποσχόμενες χορεύτριες (υπάρχουν δηλαδή χρηματοδότηση και οργάνωση). Υπάρχουν και τάγματα εφόδου ικανά να εκστρατεύουν στην πάνω πλατεία (όταν τα ανοργάνωτα πλήθη της έχουν πάει για ύπνο εν όψει της πρωινής εργασίας) για να εκφοβίσουν (προς το παρόν μόνο ως εκεί) κάποιους εθνικόφρονες θύλακες που, παρά το προκεχωρημένον της ώρας, «επιμένουν ελληνικά» στην πάνω πλατεία (ένα τέτοιο επεισόδιο σημειώθηκε τη Δευτέρα, ευθύς μόλις ακούστηκε αντιμεταναστευτική κριτική στην πάνω πλατεία!).
Όπως θα ανέμενε κανείς, ελληνικές σημαίες δεν έχει το κέντρο της κάτω πλατείας, απαγορεύονται διά ροπάλου. Με ποια δικαιολογία; Μα με το ότι στο τέλος-τέλος η μόνιμη συνέλευση είναι «άτομα», που το καθένα για «δικούς του λόγους» διαμαρτύρεται, χωρίς να «καπελώνεται» από «σχήματα» (από τη διακήρυξη της συνέλευσης του Σαββάτου 29 Μαΐου).
Έτσι η ελληνική σημαία και η ελληνικότητα γίνονται μερικότητες που τοποθετούνται ως «σχήματα» στο ίδιο επίπεδο με τα πολιτικά κόμματα, τις ενώσεις καταναλωτών ή τους συλλόγους ποδηλατών για να εξοβελιστούν (συλλήβδην) από την πλατεία στο όνομα της άμεσης δημοκρατίας που απαγορεύει τα «καπελώματα».
Η ιδέα είναι έξυπνη: υποκρινόμενη αρχικά ευαισθησία προς την δικαιολογημένη απέχθεια του Έλληνα για καπελώματα πολιτικής φύσεως, καταλήγει να τον καπελώσει ανεπαισθήτως με το ψεύδος ότι είναι «άτομο» που δεν ανήκει σ’ έναν λαό και σε μια πατρίδα. Η αυταρέσκεια της δήθεν αυτόνομης ατομικότητας και της ελευθερίας της λειτουργεί ως λωτός, προοριζόμενος να κάνει τον Έλληνα που τον καταναλώνει επιλήσμονα της καταγωγής του και της εθνικής του ταυτότητας.
Αυτό επιτυγχάνεται εδώ χωρίς κατευθείαν επίθεση στην ελληνικότητα του γνωστού τύπου: «φασίστες-εθνικιστές». Η Πλατεία Συντάγματος είναι ένα ανοιχτό πεδίο, γεμάτο Έλληνες οικογενειάρχες που θα αποδοκίμαζαν τέτοιες ακρότητες. Ακόμη και κάτω, όπου κυριαρχούν οι πράκτορες -για την περίσταση κουρεμένοι και ευπρεπισμένοι- αντιεξουσιαστές και καταληψίες της Αθήνας, υπάρχουν άβγαλτοι, ανυποψίαστοι φοιτητές που διψούν για κάτι ωραίο και υψηλό. Σ’ αυτούς απευθύνεται η «άμεση» δημοκρατία, που δεν είναι βεβαίως ελληνική, εθνική δημοκρατία, αλλά «οικουμενική», παγκόσμια δημοκρατία. Στην Ελλάδα η παγκόσμια δημοκρατία θα πραγματωθεί όταν οι μετανάστες θα έχουν την εξουσία. Εξ ου και ένα πανό που διακοσμεί την «αμεσοδημοκρατική» κάτω Πλατεία Συντάγματος: «Είμαστε όλοι μετανάστες!» Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών στην Ελλάδα, μαζί με το δικαίωμα να διατηρούν και να επιβάλουν την εθνική, πολιτιστική, θρησκευτική τους ταυτότητα είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητα τόσο του κράτους όσο του παρακράτους της Ελλάδας. Γι’ αυτό το πρώτο νομοθέτημα της παρούσης κυβέρνησης τον Μάρτιο του 2010 ήταν η αλλαγή του Κώδικα Ιθαγένειας έτσι ώστε να αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια σε ευρύ φάσμα λαθρομεταναστών, να εγκαθιδρυθεί «πολυπολιτισμικό» κρατικό μόρφωμα στο ελληνικό έδαφος και να επιτευχθεί γενοκτονία εις βάρος των Ελλήνων.
Η κάτω πλατεία στο Σύνταγμα, που τόσο εκθειάζεται στα ξεπουλημένα ΜΜΕ ως ομοαίματη των πλατειών της Ισπανίας και του Καΐρου, κρύβει μέσα της το αυγό της έχιδνας που θα καταστρέψει το ελληνικό έθνος. Ήδη έχει επιβάλει την τρομοκρατία της στην πάνω πλατεία, η οποία φοβάται να πει «ζήτω η Ελλάς» και να θέσει καθοριστικά το μεταναστευτικό μαζί με τα άλλα μεγάλα εθνικά προβλήματα. Για άλλη μια φορά ο λαός πορεύεται στα τυφλά, χωρίς τη συνείδηση της δύναμης, της αυτονομίας και αξιοπρέπειάς του που απορρέει αποκλειστικά από το συνανήκειν στο ελληνικό έθνος.
Εμποδίζεται ο λαός να συνειδητοποιήσει ότι το θράσος της κλεπτοκρατίας που τον κυβερνά είναι ευθέως ανάλογο με την αποδυνάμωση του έθνους απέναντι στο οποίον αυτή κατ’ ανάγκην θα λογοδοτούσε. Το αυτό ισχύει για όλους τους εσωτερικούς εχθρούς των Ελλήνων χωρίς εξαίρεση, ενώ για τους εξωτερικούς εχθρούς ισχύει ότι αποθρασύνονται στον βαθμό που διαισθάνονται την ενδοτικότητα μιας ασθενούς εθνικής συνειδήσεως.
Για τους φίλους και συμμάχους ισχύει ότι χάνουν τον σεβασμό τους για εμάς στον βαθμό που εμείς χάνουμε την αυτοεκτίμησή μας όταν λησμονούμε ποιοι είμαστε. Ιδιαίτερα βαραίνει ο θυμός των εθνών, ο πολιτισμός των οποίων έχει ελληνικές βάσεις, κατά των συγχρόνων Ελλήνων εφόσον αυτοί προδίδοντας τον εαυτό τους προδίδουν ολάκερη την ελληνογενή ανθρωπότητα. Είτε το θέλουν είτε όχι, οι Έλληνες είναι μάρτυρες του Ελληνισμού και φυσικά φύλακες μιας παρακαταθήκης, η εγκατάλειψη της οποίας θα επιφέρει όνειδος, ατίμωση, υποδούλωση και θάνατο στο γένος των Ελλήνων.
Ενδείξεις για τα ανωτέρω υπάρχουν ήδη αρκετές. Ας μην περιμένουμε τις αποδείξεις, γιατί θα είναι τόσο βασανιστικές όσο δεν βάζει ο νους του ανθρώπου.
του Κωνσταντίνου Π.Ρωμανού
Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 12ης Ιουνίου 2011 της εφημερίδας Το Παρόν.
Η πάνω πλατεία είναι γεμάτη κόσμο που καθυβρίζει κυβέρνηση και βουλευτές με μικρές ομοβροντίες ομαδικών κραυγών. Ακούγονται επίσης τουμπελέκια και ανεμίζουν αρκετές ελληνικές σημαίες. Ο κόσμος περνάει, κοντοστέκεται, κάνει πηγαδάκια, συνομιλεί, δεν υπάρχει κεντρική φωνή πουθενά ούτε οργάνωση, μόνο μια διάχυτη ελληνικότητα, ένας πατριωτισμός των απλών ανθρώπων.
Η κάτω πλατεία πάλι...
δίνει μια εντύπωση τελείως διαφορετική. Το κέντρο της τελεί τεχνικώς «υπό κατάληψιν» από έναν αριθμό ατόμων νέας ηλικίας καθισμένων κάτω ώστε να μην μπορούν άλλοι να διεισδύσουν. Υπάρχει λίστα ομιλητών και συνεχείς ομιλίες από εξέδρας. Υπάρχει οργανωτική επιτροπή η οποία αποφασίζει για όλα, αποκλείοντας «αλλότριες» παρεμβάσεις ομιλητών ή ακόμα και καλλιτεχνών (π.χ. «έκοψαν» τον μουσικό Παπακωνσταντίνου και την συναυλία του από την κάτω πλατεία). Υπάρχουν μεγάλα αντίσκηνα για να ξενυχτάει μεγάλος αριθμός ατόμων στην πλατεία και κέτερινγκ που μοιράζει πίτσες. Υπάρχει μουσική και όμορφες, πολλά υποσχόμενες χορεύτριες (υπάρχουν δηλαδή χρηματοδότηση και οργάνωση). Υπάρχουν και τάγματα εφόδου ικανά να εκστρατεύουν στην πάνω πλατεία (όταν τα ανοργάνωτα πλήθη της έχουν πάει για ύπνο εν όψει της πρωινής εργασίας) για να εκφοβίσουν (προς το παρόν μόνο ως εκεί) κάποιους εθνικόφρονες θύλακες που, παρά το προκεχωρημένον της ώρας, «επιμένουν ελληνικά» στην πάνω πλατεία (ένα τέτοιο επεισόδιο σημειώθηκε τη Δευτέρα, ευθύς μόλις ακούστηκε αντιμεταναστευτική κριτική στην πάνω πλατεία!).
Όπως θα ανέμενε κανείς, ελληνικές σημαίες δεν έχει το κέντρο της κάτω πλατείας, απαγορεύονται διά ροπάλου. Με ποια δικαιολογία; Μα με το ότι στο τέλος-τέλος η μόνιμη συνέλευση είναι «άτομα», που το καθένα για «δικούς του λόγους» διαμαρτύρεται, χωρίς να «καπελώνεται» από «σχήματα» (από τη διακήρυξη της συνέλευσης του Σαββάτου 29 Μαΐου).
Έτσι η ελληνική σημαία και η ελληνικότητα γίνονται μερικότητες που τοποθετούνται ως «σχήματα» στο ίδιο επίπεδο με τα πολιτικά κόμματα, τις ενώσεις καταναλωτών ή τους συλλόγους ποδηλατών για να εξοβελιστούν (συλλήβδην) από την πλατεία στο όνομα της άμεσης δημοκρατίας που απαγορεύει τα «καπελώματα».
Η ιδέα είναι έξυπνη: υποκρινόμενη αρχικά ευαισθησία προς την δικαιολογημένη απέχθεια του Έλληνα για καπελώματα πολιτικής φύσεως, καταλήγει να τον καπελώσει ανεπαισθήτως με το ψεύδος ότι είναι «άτομο» που δεν ανήκει σ’ έναν λαό και σε μια πατρίδα. Η αυταρέσκεια της δήθεν αυτόνομης ατομικότητας και της ελευθερίας της λειτουργεί ως λωτός, προοριζόμενος να κάνει τον Έλληνα που τον καταναλώνει επιλήσμονα της καταγωγής του και της εθνικής του ταυτότητας.
Αυτό επιτυγχάνεται εδώ χωρίς κατευθείαν επίθεση στην ελληνικότητα του γνωστού τύπου: «φασίστες-εθνικιστές». Η Πλατεία Συντάγματος είναι ένα ανοιχτό πεδίο, γεμάτο Έλληνες οικογενειάρχες που θα αποδοκίμαζαν τέτοιες ακρότητες. Ακόμη και κάτω, όπου κυριαρχούν οι πράκτορες -για την περίσταση κουρεμένοι και ευπρεπισμένοι- αντιεξουσιαστές και καταληψίες της Αθήνας, υπάρχουν άβγαλτοι, ανυποψίαστοι φοιτητές που διψούν για κάτι ωραίο και υψηλό. Σ’ αυτούς απευθύνεται η «άμεση» δημοκρατία, που δεν είναι βεβαίως ελληνική, εθνική δημοκρατία, αλλά «οικουμενική», παγκόσμια δημοκρατία. Στην Ελλάδα η παγκόσμια δημοκρατία θα πραγματωθεί όταν οι μετανάστες θα έχουν την εξουσία. Εξ ου και ένα πανό που διακοσμεί την «αμεσοδημοκρατική» κάτω Πλατεία Συντάγματος: «Είμαστε όλοι μετανάστες!» Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών στην Ελλάδα, μαζί με το δικαίωμα να διατηρούν και να επιβάλουν την εθνική, πολιτιστική, θρησκευτική τους ταυτότητα είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητα τόσο του κράτους όσο του παρακράτους της Ελλάδας. Γι’ αυτό το πρώτο νομοθέτημα της παρούσης κυβέρνησης τον Μάρτιο του 2010 ήταν η αλλαγή του Κώδικα Ιθαγένειας έτσι ώστε να αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια σε ευρύ φάσμα λαθρομεταναστών, να εγκαθιδρυθεί «πολυπολιτισμικό» κρατικό μόρφωμα στο ελληνικό έδαφος και να επιτευχθεί γενοκτονία εις βάρος των Ελλήνων.
Η κάτω πλατεία στο Σύνταγμα, που τόσο εκθειάζεται στα ξεπουλημένα ΜΜΕ ως ομοαίματη των πλατειών της Ισπανίας και του Καΐρου, κρύβει μέσα της το αυγό της έχιδνας που θα καταστρέψει το ελληνικό έθνος. Ήδη έχει επιβάλει την τρομοκρατία της στην πάνω πλατεία, η οποία φοβάται να πει «ζήτω η Ελλάς» και να θέσει καθοριστικά το μεταναστευτικό μαζί με τα άλλα μεγάλα εθνικά προβλήματα. Για άλλη μια φορά ο λαός πορεύεται στα τυφλά, χωρίς τη συνείδηση της δύναμης, της αυτονομίας και αξιοπρέπειάς του που απορρέει αποκλειστικά από το συνανήκειν στο ελληνικό έθνος.
Εμποδίζεται ο λαός να συνειδητοποιήσει ότι το θράσος της κλεπτοκρατίας που τον κυβερνά είναι ευθέως ανάλογο με την αποδυνάμωση του έθνους απέναντι στο οποίον αυτή κατ’ ανάγκην θα λογοδοτούσε. Το αυτό ισχύει για όλους τους εσωτερικούς εχθρούς των Ελλήνων χωρίς εξαίρεση, ενώ για τους εξωτερικούς εχθρούς ισχύει ότι αποθρασύνονται στον βαθμό που διαισθάνονται την ενδοτικότητα μιας ασθενούς εθνικής συνειδήσεως.
Για τους φίλους και συμμάχους ισχύει ότι χάνουν τον σεβασμό τους για εμάς στον βαθμό που εμείς χάνουμε την αυτοεκτίμησή μας όταν λησμονούμε ποιοι είμαστε. Ιδιαίτερα βαραίνει ο θυμός των εθνών, ο πολιτισμός των οποίων έχει ελληνικές βάσεις, κατά των συγχρόνων Ελλήνων εφόσον αυτοί προδίδοντας τον εαυτό τους προδίδουν ολάκερη την ελληνογενή ανθρωπότητα. Είτε το θέλουν είτε όχι, οι Έλληνες είναι μάρτυρες του Ελληνισμού και φυσικά φύλακες μιας παρακαταθήκης, η εγκατάλειψη της οποίας θα επιφέρει όνειδος, ατίμωση, υποδούλωση και θάνατο στο γένος των Ελλήνων.
Ενδείξεις για τα ανωτέρω υπάρχουν ήδη αρκετές. Ας μην περιμένουμε τις αποδείξεις, γιατί θα είναι τόσο βασανιστικές όσο δεν βάζει ο νους του ανθρώπου.
του Κωνσταντίνου Π.Ρωμανού
Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 12ης Ιουνίου 2011 της εφημερίδας Το Παρόν.