Εκείνο το απόγευμα ο Πέτρος είχε πάει στο αγαπημένο του beach bar. Ήταν
με δυο φίλους καλούς και παλιούς, έκανα μια βουτιά και μετά πλακώθηκαν
στα σφηνάκια τεκίλας με την όμορφη barwoman του μαγαζιού. Ατένισαν τα
καλοσχηματισμένα οπίσθια των κοριτσιών και σχολίασαν τα στήθια και τα
μπούτια που κοιτούσαν αδιάκριτα πίσω από τα μαύρα γυαλιά ηλίου. Είπαν
και για τα επαγγελματικά τους, ο Πέτρος μόλις είχε κλείσει μια καλή
δουλειά και η χαρά του στρογγύλευε κάθε μέρα, σαν την κοιλιά της
γυναίκας του που κόντευε να γεννήσει το πρώτο τους παιδί. Κόντευε να
νυχτώσει πια, όταν πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Οι φίλοι του ανέβηκαν
στην μηχανή και ο Πέτρος στο αυτοκίνητο του, για να περάσει να πάρει
και την Μαρία που είχε μείνει στην μάνα της. Σε μια στροφή, όλα άλλαξαν.
Το αυτοκίνητο πήρε δυο τούμπες, κορμί και λαμαρίνες μπερδευτήκαν και ο
Πέτρος έκλεισε τα μάτια καθώς άκουγε τις σειρήνες να πλησιάσουν.
Η Μαρία κόντεψε να τρελαθεί όταν την πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο. Ο Πέτρος ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Μάζεψε κουράγιο και κοιλιά, δάκρυα και όνειρα, και πήγε στο πλάι του. Μετά από εγχειρήσεις και γύψους, η φωνή του γιατρού έμοιαζε να έρχεται από το υπερπέραν όταν της έλεγε ότι ο αγαπημένος της είναι σε κώμα και δεν ξέρουν πότε και αν..
Γεννήθηκε ο μικρός Πέτρος. Και η Μαρία, κουτσά στραβά αποφάσισε να κρατήσει την μικρή επιχείρηση του άντρα της προσπαθώντας να σώσει ότι μπορούσε να σωθεί. Πέρασαν πέντε χρόνια όταν ο Πέτρος «ξύπνησε». Η νοσοκόμα φώναζε από την χαρά της, η Μαρία ούρλιαζε και ο μικρός ένιωθε ότι θα έσπαγε η καρδιά του. Ξεκίνησαν τις θεραπείες αποκατάστασης και σταδιακά η ζωή τους άρχισε να ξαναπαίρνει σχήμα.
Για τον Πέτρο άρχισε ένας Γολγοθάς. Από την πρώτη μέρα που άνοιξε την τηλεόραση στο νοσοκομείο. Είχε κοιμηθεί το 2007 λίγο πριν τις εκλογές, τότε που καιγόταν η Πελοπόννησος. Κυβέρνηση Ν.Δ. με αντιπολίτευση Πασοκ. Ξύπνησε με κυβέρνηση Ν.Δ. μαζί με Πασοκ και κάποιον αριστερό με φερετζέ. Έμαθε για την Τρόικα και για να καταλάβει το σύμπλεγμα εξουσίας, εξωτερικού και εσωτερικού, πέρασαν μερικές εβδομάδες.
Αφού όλα πήγαιναν καλύτερα με την υγεία του, πήγαν στο σπίτι τους. Εκεί χρειάστηκε και άλλη βοήθεια, αφού το σπίτι που θυμόταν ήταν ένα ευρύχωρο τριάρι με μεγάλα μπαλκόνια και parking. Το είχαν νοικιάσει όταν παντρευτήκαν και το είχαν επιπλώσει με πολύ μεράκι και γούστο. Τώρα η Μαρία τον πήγε σε μια γκαρσονιέρα που ίσα ίσα χώραγε στο υπνοδωμάτιο το διπλό τους κρεβάτι. Είχε μείνει ένας αναγνωρίσιμος καναπές στο καθιστικό και μια βιβλιοθήκη. Ο μικρός κοιμόταν μαζί τους, αγκαλιά με την μάνα του. Η Μαρία του εξήγησε ότι δεν μπορούσε να πληρώνει 600 ευρώ κάθε μήνα και έτσι μετακόμισαν. Το καινούργιο σπίτι είχε ένα παλιό κλιματιστικό για θέρμανση και η Μαρία τον ενημέρωσε για την τιμή του πετρελαίου. Ο Πέτρος κόντεψε να ξαναπέσει σε κώμα.
Μετά ρώτησε για την εταιρεία και τους πελάτες. Η γυναίκα του, του είπε επιτέλους, μετά από μήνες υπεκφυγών ότι έκλεισε η εταιρία. Οι τάδε και τάδε μεγαλοπελάτες, έστειλαν πέτσινες επιταγές, οι δικηγόροι τους έψαξαν να βρουν άκρη αλλά οι εταιρίες έκλεισαν και τα αφεντικά ήταν άφαντα. Από τους πενήντα πελάτες τους, είχαν μείνει ανοιχτοί οι είκοσι, που φυτοζωούσαν και προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να μην κλείσουν. Κάθε μήνα όμως κλείνει ακόμα ένας. Δεν μπορείς να προπληρωθείς, ούτε καν να πληρωθείς. Μετά τον ενημέρωσε ότι δεν μπόρεσε να πληρώσει και τα χρέη στην εφορία και να προσέχει γιατί αν τον έβρισκαν στον δρόμο τίποτα μπάτσοι θα πήγαινε φυλακή. Στην αρχή ο Πέτρος νόμιζε ότι του έκανε πλάκα, μετά κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά και του ήρθε στο μυαλό η κάρτα «πήγαινε γρήγορα φυλακή» από την Μονόπολη. Ήθελε να την κατηγορήσει για την αποτυχία, σκέφτηκε ότι ποτέ δεν είχε επιχειρηματικό μυαλό, ότι έφταιγε για το οικονομικό αδιέξοδο. Την επόμενη μέρα, πήρε τηλέφωνο όλους από την επαγγελματική του ατζέντα. Τα περισσότερα τηλέφωνα δεν απαντούσαν ή τον ενημέρωνε μια εκνευριστική φωνή ότι ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται. Λίγους που κατάφερε να βρει, αφού τον καλωσόρισαν από την περιπέτεια της υγείας του, του επιβεβαίωσαν την καταστροφή που του είχε περιγράψει η Μαρία. «Στον Ψαρών την ολόμαυρη ράχη».. έγραψε στην τελευταία σελίδα της ατζέντας και ταλαντεύτηκε αν έπρεπε να την πετάξει στα σκουπίδια ή να την κρατήσει σαν ενθύμιο άλλων εποχών.
Αφού το πήρε απόφαση ότι κάτι έπρεπε να κάνει μιας και η σύνταξη της μάνας του και της πεθεράς του, τους συντηρούσαν αλλά δεν τους ζούσαν, πήρε την εφημερίδα και άρχισε να στέλνει βιογραφικά. Εκατό βιογραφικά αργότερα και ένα μόνο τηλέφωνο που δεν έγινε καν συνέντευξη, σκέφτηκε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει σε κώμα. Τελικά βρήκε από γνωστό, μια δουλειά σαν αποθηκάριος, ανασφάλιστος, με 400 ευρώ τον μήνα. Έδινε 60 ευρώ κάθε μέρα για τα μεταφορικά του, 20 ευρώ για μια τυρόπιτα αφού δεν άντεχε νηστικός στις δέκα ώρες δουλειάς και του έμεναν 300 ευρώ για να πληρώσει ρεύμα, τηλέφωνο, νοίκι, σούπερ μάρκετ, ρούχα του μωρού…Μετά από λίγο καιρό, του τα ρούφαγε η εφορία από τον λογαριασμό και δούλευε χωρίς να μπορεί να πάρει ούτε γάλα.
Ένα βράδυ, είπε στην Μαρία ότι δεν άντεχε άλλο. Της εκμυστηρεύτηκε ότι θα ήθελε να μην είχε ξυπνήσει από το κώμα. Η Μαρία του εξήγησε ότι ευτυχώς που ξύπνησε γιατί τον Ιούνιο θα τον έκαναν δωρητή οργάνων και θα τον έθαβαν σε τεύχη..
Για μια στιγμή, του ήρθε να ρίξει μπουνιά στην Μαρία. Μετά κατάλαβε ότι ήθελε να ρίξει μπουνιά στην πραγματικότητα. Ένιωθε ότι κοιμήθηκε καλοκαίρι και ξύπνησε στην βαρυχειμωνιά..
Η Μαρία κόντεψε να τρελαθεί όταν την πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο. Ο Πέτρος ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Μάζεψε κουράγιο και κοιλιά, δάκρυα και όνειρα, και πήγε στο πλάι του. Μετά από εγχειρήσεις και γύψους, η φωνή του γιατρού έμοιαζε να έρχεται από το υπερπέραν όταν της έλεγε ότι ο αγαπημένος της είναι σε κώμα και δεν ξέρουν πότε και αν..
Γεννήθηκε ο μικρός Πέτρος. Και η Μαρία, κουτσά στραβά αποφάσισε να κρατήσει την μικρή επιχείρηση του άντρα της προσπαθώντας να σώσει ότι μπορούσε να σωθεί. Πέρασαν πέντε χρόνια όταν ο Πέτρος «ξύπνησε». Η νοσοκόμα φώναζε από την χαρά της, η Μαρία ούρλιαζε και ο μικρός ένιωθε ότι θα έσπαγε η καρδιά του. Ξεκίνησαν τις θεραπείες αποκατάστασης και σταδιακά η ζωή τους άρχισε να ξαναπαίρνει σχήμα.
Για τον Πέτρο άρχισε ένας Γολγοθάς. Από την πρώτη μέρα που άνοιξε την τηλεόραση στο νοσοκομείο. Είχε κοιμηθεί το 2007 λίγο πριν τις εκλογές, τότε που καιγόταν η Πελοπόννησος. Κυβέρνηση Ν.Δ. με αντιπολίτευση Πασοκ. Ξύπνησε με κυβέρνηση Ν.Δ. μαζί με Πασοκ και κάποιον αριστερό με φερετζέ. Έμαθε για την Τρόικα και για να καταλάβει το σύμπλεγμα εξουσίας, εξωτερικού και εσωτερικού, πέρασαν μερικές εβδομάδες.
Αφού όλα πήγαιναν καλύτερα με την υγεία του, πήγαν στο σπίτι τους. Εκεί χρειάστηκε και άλλη βοήθεια, αφού το σπίτι που θυμόταν ήταν ένα ευρύχωρο τριάρι με μεγάλα μπαλκόνια και parking. Το είχαν νοικιάσει όταν παντρευτήκαν και το είχαν επιπλώσει με πολύ μεράκι και γούστο. Τώρα η Μαρία τον πήγε σε μια γκαρσονιέρα που ίσα ίσα χώραγε στο υπνοδωμάτιο το διπλό τους κρεβάτι. Είχε μείνει ένας αναγνωρίσιμος καναπές στο καθιστικό και μια βιβλιοθήκη. Ο μικρός κοιμόταν μαζί τους, αγκαλιά με την μάνα του. Η Μαρία του εξήγησε ότι δεν μπορούσε να πληρώνει 600 ευρώ κάθε μήνα και έτσι μετακόμισαν. Το καινούργιο σπίτι είχε ένα παλιό κλιματιστικό για θέρμανση και η Μαρία τον ενημέρωσε για την τιμή του πετρελαίου. Ο Πέτρος κόντεψε να ξαναπέσει σε κώμα.
Μετά ρώτησε για την εταιρεία και τους πελάτες. Η γυναίκα του, του είπε επιτέλους, μετά από μήνες υπεκφυγών ότι έκλεισε η εταιρία. Οι τάδε και τάδε μεγαλοπελάτες, έστειλαν πέτσινες επιταγές, οι δικηγόροι τους έψαξαν να βρουν άκρη αλλά οι εταιρίες έκλεισαν και τα αφεντικά ήταν άφαντα. Από τους πενήντα πελάτες τους, είχαν μείνει ανοιχτοί οι είκοσι, που φυτοζωούσαν και προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να μην κλείσουν. Κάθε μήνα όμως κλείνει ακόμα ένας. Δεν μπορείς να προπληρωθείς, ούτε καν να πληρωθείς. Μετά τον ενημέρωσε ότι δεν μπόρεσε να πληρώσει και τα χρέη στην εφορία και να προσέχει γιατί αν τον έβρισκαν στον δρόμο τίποτα μπάτσοι θα πήγαινε φυλακή. Στην αρχή ο Πέτρος νόμιζε ότι του έκανε πλάκα, μετά κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά και του ήρθε στο μυαλό η κάρτα «πήγαινε γρήγορα φυλακή» από την Μονόπολη. Ήθελε να την κατηγορήσει για την αποτυχία, σκέφτηκε ότι ποτέ δεν είχε επιχειρηματικό μυαλό, ότι έφταιγε για το οικονομικό αδιέξοδο. Την επόμενη μέρα, πήρε τηλέφωνο όλους από την επαγγελματική του ατζέντα. Τα περισσότερα τηλέφωνα δεν απαντούσαν ή τον ενημέρωνε μια εκνευριστική φωνή ότι ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται. Λίγους που κατάφερε να βρει, αφού τον καλωσόρισαν από την περιπέτεια της υγείας του, του επιβεβαίωσαν την καταστροφή που του είχε περιγράψει η Μαρία. «Στον Ψαρών την ολόμαυρη ράχη».. έγραψε στην τελευταία σελίδα της ατζέντας και ταλαντεύτηκε αν έπρεπε να την πετάξει στα σκουπίδια ή να την κρατήσει σαν ενθύμιο άλλων εποχών.
Αφού το πήρε απόφαση ότι κάτι έπρεπε να κάνει μιας και η σύνταξη της μάνας του και της πεθεράς του, τους συντηρούσαν αλλά δεν τους ζούσαν, πήρε την εφημερίδα και άρχισε να στέλνει βιογραφικά. Εκατό βιογραφικά αργότερα και ένα μόνο τηλέφωνο που δεν έγινε καν συνέντευξη, σκέφτηκε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει σε κώμα. Τελικά βρήκε από γνωστό, μια δουλειά σαν αποθηκάριος, ανασφάλιστος, με 400 ευρώ τον μήνα. Έδινε 60 ευρώ κάθε μέρα για τα μεταφορικά του, 20 ευρώ για μια τυρόπιτα αφού δεν άντεχε νηστικός στις δέκα ώρες δουλειάς και του έμεναν 300 ευρώ για να πληρώσει ρεύμα, τηλέφωνο, νοίκι, σούπερ μάρκετ, ρούχα του μωρού…Μετά από λίγο καιρό, του τα ρούφαγε η εφορία από τον λογαριασμό και δούλευε χωρίς να μπορεί να πάρει ούτε γάλα.
Ένα βράδυ, είπε στην Μαρία ότι δεν άντεχε άλλο. Της εκμυστηρεύτηκε ότι θα ήθελε να μην είχε ξυπνήσει από το κώμα. Η Μαρία του εξήγησε ότι ευτυχώς που ξύπνησε γιατί τον Ιούνιο θα τον έκαναν δωρητή οργάνων και θα τον έθαβαν σε τεύχη..
Για μια στιγμή, του ήρθε να ρίξει μπουνιά στην Μαρία. Μετά κατάλαβε ότι ήθελε να ρίξει μπουνιά στην πραγματικότητα. Ένιωθε ότι κοιμήθηκε καλοκαίρι και ξύπνησε στην βαρυχειμωνιά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου